Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγλαόπηχυς — ἀγλαόπηχυς ( εος), υ (Α) αυτός που έχει ωραίους βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + πῆχυς] … Dictionary of Greek